- χοντροσύνη
- η, Ν1. η ιδιότητα τού χοντρού2. μτφ. βαναυσότητα, χυδαιότητα3. παροιμ. φρ. «η πολλή χοντροσύνη δεν κάνει αγιοσύνη» — δηλώνει ότι η υποδούλωση στις γαστριμαργικές ορέξεις δεν οδηγεί στην αγιοσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. -σύνη*].
Dictionary of Greek. 2013.