χοντροσύνη

χοντροσύνη
η, Ν
1. η ιδιότητα τού χοντρού
2. μτφ. βαναυσότητα, χυδαιότητα
3. παροιμ. φρ. «η πολλή χοντροσύνη δεν κάνει αγιοσύνη» — δηλώνει ότι η υποδούλωση στις γαστριμαργικές ορέξεις δεν οδηγεί στην αγιοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. -σύνη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”